Με συνέπεια και Ανεξάρτητο λόγο Κινούμαστε Δυναμικά

Για ένα Απαλλαγμένο απο κομματικές εξαρτήσεις ΟΕΕ

Για την Αναβάθμιση της Οικονομικής Επιστήμης

Για Επαγελματική Αξιοπρέπεια

Καταχρηστική συμπεριφορά στα δάνεια με ελβετικό φράγκο

Του Κωνσταντίνου Πλατίτσα, με τη συνεργασία της Τάνιας Κυριάκου

Λίγο πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης -μεταξύ 2006 και 2009- τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας μας προώθησαν στο ευρύ καταναλωτικό κοινό στεγαστικά δάνεια σε ελβετικά φράγκα, χωρίς, όμως,να ελέγξουν την καταλληλότητα του προτεινόμενου τραπεζικού προϊόντος για τους υποψήφιους δανειολήπτες (π.χ. αν διέθεταν εισόδημα σε συνάλλαγμα), χωρίς να ενημερώσουν τους δανειολήπτες για τους κινδύνους που διέτρεχαν από μια απότομη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου και χωρίς να τους προτείνουν την αντιστάθμιση του συναλλαγματικού κινδύνου που εν αγνοία τους αναλάμβαναν.

Αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής των τραπεζών ήταν να καταστούν 70.000 περίπου ανυποψίαστοι Έλληνες δανειολήπτες (και μαζί με αυτούς οι οικογένειές τους) έρμαια των συναλλαγματικών ισοτιμιών και να βρεθούν εγκλωβισμένοι σε μακροχρόνιες οφειλές, μεταβλητού και απρόβλεπτου ύψους. Η επέλευση του συναλλαγματικού κινδύνου –δηλαδή η σοβαρή υποτίμηση που υπέστη το ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου (η ισοτιμία ευρώ/ελβετικού φράγκου ανερχόταν κατά τον κρίσιμο χρόνο της εκταμίευσης των συγκεκριμένων δανείων σε 1,60, ενώ σήμερα η σχετική ισοτιμία ανέρχεται στο 1,20) σημαίνει ότι οι 70.000 μη επαρκώς ενημερωμένοι δανειολήπτες καλούνται να αποπληρώσουν συνολικό ποσό δανείων έως 25% μεγαλύτερο από αυτό που πραγματικά δανείστηκαν (χωρίς να συμπεριλαμβάνεται στο ποσοστό αυτό το επιτόκιο δανεισμού).

Αυτό που πρέπει να καταστεί σαφές είναι ότι η συγκεκριμένη πρακτική των τραπεζών, η οποία είναι άμεσα υπεύθυνη για τις μεγάλες απώλειες των Ελλήνων καταναλωτών (και η οποία συνεπάγεται αντίστοιχα μεγάλα κέρδη για τις ίδιες τις τράπεζες δεδομένου ότι αυτές είχαν φροντίσει να ασφαλίσουν το δικό τους συναλλαγματικό κίνδυνο), συνιστά παραβίαση των υποχρεώσεων πρόνοιας και ασφάλειας που οι τράπεζες έχουν έναντι των καταναλωτών, σύμφωνα με όσα ορίζουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΚ 281, 288).

Εξάλλου οι τράπεζες  δεν είναι απλές επιχειρήσεις διαμεσολάβησης στην κυκλοφορία του χρήματος που μπορούν ανεξέλεγκτα να επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση των κερδών τους. Η αυξημένη δυνατότητά τους να επεμβαίνουν στην περιουσιακή σφαίρα των πελατών τους (και μέσω αυτής να  επηρεάζουν συγκεκριμένες όψεις την εθνικής οικονομίας) συνεπάγεται την άσκηση εκ μέρους τους μιας οιονεί δημόσιας λειτουργίας. Απόρροια αυτής της θεσμικής και δημόσιας λειτουργίας τους είναι μια σειρά υποχρεώσεων των τραπεζών, οι οποίες έχουν θεσμοθετηθεί προκειμένου να εξασφαλίσουν την προστασία των περιουσιακών αγαθών των καταναλωτών και, μέσω αυτής, τη σταθερότητα της εθνικής οικονομίας.

Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 8 της ΚΥΑ Ζ1-699/2010 (ΦΕΚ Β’ 917) των Υπουργών Οικονομικών-Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που ενσωμάτωσε την οδηγία 2008/48/ΕΚ στο εσωτερικό δίκαιο, τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν την υποχρέωση να προβαίνουν σε «υπεύθυνο δανεισμό» και να εξετάζουν την πιστοληπτική ικανότητα των υποψήφιων δανειοληπτών να ανταπεξέλθουν στις συμβατικές υποχρεώσεις που πρόκειται να αναλάβουν. Παράλειψη των τραπεζών να ανταποκριθούν σε αυτή τους την υποχρέωση δημιουργεί ένα είδος «συν-ευθύνης» τους για την τυχόν μετέπειτα αδυναμία των πελατών τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει.

Παράλληλα, ο Κώδικας Δεοντολογίας των Εταιριών που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες (ΕΠΕΥ) και στη συνέχεια ο ν. 3606/2007 έθεσαν το πλαίσιο, εντός του οποίου υποχρεούνται να κινούνται οι ΕΠΕΥ και συνακόλουθα και τα πιστωτικά ιδρύματα κατά την άσκηση της σχετικής δραστηριότητας (στην προκειμένη περίπτωση, το δάνειο σε συνάλλαγμα συνιστά επενδυτικό προϊόν).

Το άρθρο 25 του ν. 3606/2007 με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 2004/39/ΕΚ (ΜifiD) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, καθιερώνει συγκεκριμένους κανόνες για την προστασία των συμφερόντων του πελάτη και υποχρεώνει τα πιστωτικά ιδρύματα κατά την παροχή των επενδυτικών υπηρεσιών να παρέχουν «ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές πληροφορίες», να παρέχουν στους πελάτες τους «κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή, ώστε αυτοί να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας και της συγκεκριμένης κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί τη βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης».

Συγχρόνως, όμως, οι επίμαχες δανειακές συμβάσεις εμπίπτουν και στο πεδίο εφαρμογής του ν. 2251/1994 (Α’191) περί προστασίας των καταναλωτών». Ο νόμος αυτός, αναγνωρίζοντας τη διαπραγματευτική ανισότητα μεταξύ των συμβαλλομένων μερών στις συμβάσεις προσχώρησης (στις συμβάσεις αυτές ο ισχυρός συμβαλλόμενος, δηλαδή η τράπεζα στην περίπτωσή μας, έχει ένα έτοιμο κείμενο στο οποίο ο πελάτης - καταναλωτής προσχωρεί χωρίς ουσιαστικά να μπορεί να διαπραγματευτεί τους όρους του), θέτει αυστηρές προϋποθέσεις για την ισχύ των  προ-διατυπωμένων όρων των συμβάσεων, των λεγόμενων γενικών όρων των συναλλαγών.

Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994  «Γενικοί όροι των συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται». Η συγκεκριμένη ρύθμιση, αποτελεί εξειδίκευση της γενικής αρχής της απαγόρευσης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος του άρθρου 281 ΑΚ, ενώ συγχρόνως ενσωματώνει στην ελληνική έννομη τάξη κανόνα του ενωσιακού δικαίου (βλ. άρθρο 3 παρ. 1 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές).

Στην παράγραφο 7  του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994  απαριθμούνται ενδεικτικά περιπτώσεις γενικών όρων που είναι καταχρηστικοί. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη διάταξη, μεταξύ άλλων, καταχρηστικοί είναι και οι όροι που χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή (άρθρο 2 παρ. 7 στοιχείο ια).

Σε εφαρμογή των ανωτέρω, οι δανειολήπτες μπορούν να ζητήσουν με αγωγή την επαναφορά του δανείου τους στην αρχική ισοτιμία (κατά το χρόνο εκταμίευσης του δανείου), και την απάλειψη των καταχρηστικών όρων της δανειακής σύμβασής τους. Τα πρώτα βήματα προς την κατεύθυνση αυτή είναι άκρως ενθαρρυντικά.

Με την απόφαση (επί προδικαστικού ερωτήματος) της 30ης Απριλίου 2014, υπόθεση C-26/13, ArpadKasler, HajnalkaKaslerneRabal κατά ΟΤΡ JelsalogbankZrt, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) έκρινε ότι «η απαίτηση περί σαφούς και κατανοητής διατύπωσης των ρητρών επιβάλλει όχι μόνο οι ρήτρες να είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό για τον καταναλωτή από γραμματική άποψη, αλλά επιπλέον η σύμβαση να εκθέτει κατά τρόπο διαφανή την ακριβή λειτουργία του μηχανισμού μετατροπής του ξένου νομίσματος που προβλέπει η επίμαχη ρήτρα καθώς και τη σχέση μεταξύ του συγκεκριμένου μηχανισμού και του μηχανισμού που προβλέπουν άλλες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση του δανείου , ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες που τα ανωτέρω συνεπάγονται γι’ αυτόν».  Με τον τρόπο αυτό το ΔΕΕ κατέστησε σαφές ότι υιοθετεί μια ουσιαστική και όχι φορμαλιστική προσέγγιση στο ζήτημα της καταχρηστικότητας των συμβατικών ρητρών/γενικών όρων συναλλαγής.

Βασιζόμενο λοιπόν στην ως άνω απόφαση του ΔΕΕ, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ξάνθης σε πρόσφατη απόφασή του (23/2014) έκρινε καταχρηστικό και άκυρο τον όρο της σύμβασης δανείου σε ελβετικά φράγκα, με τον οποίο ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του προς την τράπεζα σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα καταβολής. Κατά συνέπεια, οι καταβολές που πραγματοποιεί πλέον ο οφειλέτης σε ευρώ, θα πρέπει να υπολογίζονται από την τράπεζα σε ελβετικά φράγκα, με βάση την μεταξύ των δύο νομισμάτων συναλλαγματική ισοτιμία που ίσχυε κατά τη μέρα εκταμίευσης του δανείου. Η συγκεκριμένη απόφαση συνιστά μια πάρα πολύ θετική εξέλιξη και δίνει ελπίδα στους 70.000 εγκλωβισμένους έλληνες δανειολήπτες.

Είναι χαρακτηριστικό, μάλιστα, της κινητικότητας που παρατηρείται στο συγκεκριμένο θέμα ότι η Οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Φεβρουαρίου 2014 (η οποία, όμως, θα έχει ισχύ μόνο για τις συμβάσεις που θα συνάπτονται από 21.3.2016), αφού διαπίστωσε την ύπαρξη μιας σειράς προβλημάτων στις αγορές της ενυπόθηκης πίστης εντός της Ευρωπαϊκής πίστης, τα οποία απέδωσε σε ανεύθυνες πρακτικές χορήγησης και λήψης δανείων, προέβλεψε, μεταξύ άλλων, ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε, όταν μια σύμβαση πίστωσης αφορά δάνειο σε ξένο νόμισμα, τη στιγμή που συνάπτεται η σύμβαση να υπάρχει το κατάλληλο κανονιστικό πλαίσιο προκειμένου να διασφαλίζεται τουλάχιστον ότι υπάρχουν ρυθμίσεις που περιορίζουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο στον οποίο είναι εκτεθειμένος ο καταναλωτής βάσει της σύμβασης πίστωσης.

Συμπερασματικά, το οικονομικό πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί σε χιλιάδες δανειολήπτες εξαιτίας της ανεύθυνης και καταχρηστικής  συμπεριφοράς των τραπεζών είναι οξύ, και υπό το φως της γενικότερης οικονομικής κρίσης έχει προσλάβει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις. Το νομικό μας σύστημα διαθέτει όλα τα απαραίτητα «όπλα» για τη δικαίωση των καταναλωτών/δανειοληπτών. Γι’ αυτό θα πρέπει οι άμεσα ενδιαφερόμενοι να ξεπεράσουν τον ψυχολογικό φόβο της δικαστικής αναμέτρησης με τους τραπεζικούς κολοσσούς και να προσφύγουν στα αρμόδια ελληνικά δικαστήρια διεκδικώντας τα νόμιμα δικαιώματά τους. Δεδομένου, μάλιστα, ότι η οδηγία 2014/17/ΕΕ απαγορεύει την αναδρομική νομοθετική ρύθμιση, η επίλυση του προβλήματος διά της δικαστικής οδού είναι η μόνη εφικτή λύση.


Ο κ. Κωνσταντίνος Πλατίτσας είναι δικηγόρος Αθηνών, όπως και η κα Τάνια Κυριάκου
ΠΗΓΗ:TAXHEAVEN


Σχολιάστε εδώ

για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε


x

Τι θέλετε να αναζητήσετε;